δακρυλόγημα

δακρυλόγημα
το [δακρυλογώ]
η αργή εκροή υγρού, σταγόνα σταγόνα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δάκρυμα — το (Α δάκρυμα) [δακρύω] νεοελλ. 1. το δακρυλόγημα («τού πεύκου τα δακρύματα») 2. η δακρύρροια, παθολογική κατάσταση τών ματιών που χαρακτηρίζεται από συνεχή ροή δακρύων αρχ. 1. αυτό για το οποίο κλαίει κάποιος 2. το δάκρυ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”